εἰκοστός — twentieth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοστός — ή, ό (AM εἰκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμητικό) αυτός που κατέχει την τάξη τού αριθμού είκοσι, βρίσκεται μετά τον δέκατο ένατο νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η εικοστή (ημέρα) τού μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός… … Dictionary of Greek
Εικοστός Αιών — Τίτλος δύο περιοδικών. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. Ιδρυτής του υπήρξε ο Α. Δρακόπουλος. 2. Μηνιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα. Ιδρυτής και διευθυντής του… … Dictionary of Greek
Εικοστός Αιώνας — Καλλιτεχνικό περιοδικό, που εκδιδόταν τέσσερις φορές τον χρόνο στη δεκαετία 1930 40. Διευθυντής του ήταν ο Μ. Τόμπρος. Δημοσίευσε κείμενα λογοτεχνίας και μελέτης των εικαστικών τεχνών … Dictionary of Greek
εἰκοστόν — εἰκοστός twentieth masc acc sg εἰκοστός twentieth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐεικοστόν — εἰκοστός twentieth masc acc sg (epic) εἰκοστός twentieth neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστοί — εἰκοστός twentieth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστοῦ — εἰκοστός twentieth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστῷ — εἰκοστός twentieth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐεικοστοῦ — εἰκοστός twentieth masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)